- προβακχειος
- προβάκχειοςπρο-βάκχειοςион. προβακχήϊος ὅ предводитель вакхических хороводов (эпитет Вакха) Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβακχήϊος — ό, Α (ιων. τ. τού *προβάκχειος) προσωνυμία τού Διονύσου επειδή ήταν αρχηγός τών βακχευόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βάκχος + κατάλ. ήϊος (αντί ειος)] … Dictionary of Greek